(ε)ξωκλήσι

(ε)ξωκλήσι
(ε)ξωκλήσι
το
μικρός χριστιανικός ναός, μη ενοριακός, που βρίσκεται έξω από την πόλη ή το χωριό, το ερημοκλήσι: Βλέπεις το ξωκλήσι στο βουνό;
ξωκλήσι
το
εκκλησάκι στην εξοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… …   Wikipedia

  • Question linguistique grecque — La question linguistique grecque (en grec moderne : γλωσσικό ζήτημα glossikό zítima) est une controverse qui a opposé les partisans de l’utilisation, comme langue officielle de la Grèce, du grec populaire (ou dhimotiki), à ceux qui lui… …   Wikipédia en Français

  • αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνης, Σπήλαιο της αγίας- — Σπήλαιο στον νομό Λακωνίας. Βρίσκεται ανατολικά της Νεάπολης Βοιών, σε ύψος περίπου 300 μ. κοντά στο ξωκλήσι της Αγίας Αικατερίνης. Στο σπήλαιο υπάρχουν σταλακτίτες …   Dictionary of Greek

  • Βυτινιώτης, Κόλιας — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός και κλέφτης από τη Βυτίνα. Σε δημοτικά άσματα αναφέρεται ως εκπρόσωπος της παλικαριάς και σύγχρονος του Μαντά από το Αρκουδόρεμα, του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του Μπότσικα Κολοκοτρώνη και άλλων αρματολών της… …   Dictionary of Greek

  • Επανωσήφη, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, το οποίο εξαρτάται από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Δεν είναι γνωστός ο χρόνος ίδρυσής του, αλλά πιθανολογείται ότι χτίστηκε γύρω στο 1600· η χρονολογία 1694 βρίσκεται εγχάρακτη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κουρίου (Κύπρου) — Σε δύο χώρους ενός διώροφου κτιρίου του 1937 εκτίθενται από το 1969 ευρήματα από το Κούριο, από το ιερό του Απόλλωνα Υλάτη και από τις εκτεταμένες νεκροπόλεις της πλησιέστερης και της ευρύτερης περιοχής. Στον πρώτο χώρο θα δείτε ευρήματα από την… …   Dictionary of Greek

  • αγιομνήσι — το θρησκευτικό πανηγύρι σε ξωκλήσι στη μνήμη αγίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλειτούργητος — η, ο επίρρ. α 1. (για εκκλησία), αυτή που δε λειτουργήθηκε: Το ξωκλήσι ήταν σχεδόν έξι μήνες αλειτούργητο. 2. αυτός που δεν πηγαίνει στην εκκλησία, ακκλησίαστος: Είχε ένα χρόνο αλειτούργητος. 3. ασεβής, αθεόφοβος: Είδες εκεί τον αλειτούργητο! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”